- λιτανευτικός
- λιτανευτικός, -ή, -όν (Α) [λιτανεύω]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιτανεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιτανευτικά — λιτανευτικός of neut nom/voc/acc pl λιτανευτικά̱ , λιτανευτικός of fem nom/voc/acc dual λιτανευτικά̱ , λιτανευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτανευτικαῖς — λιτανευτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτανευτικάς — λιτανευτικά̱ς , λιτανευτικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)